- ἀκόλαστον
- ἀκόλαστοςundisciplinedmasc/fem acc sgἀκόλαστοςundisciplinedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κἀκόλαστον — ἀκόλαστον , ἀκόλαστος undisciplined masc/fem acc sg ἀκόλαστον , ἀκόλαστος undisciplined neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
неодьржимыи — (5*) пр. 1.Неудержимый, безудержный: не боисѧ ѹпражнениа. истѹплени˫а мл҃твы. неѡдержиму и съвъкѹпленѹ и долгѹ. ПНЧ 1296, 121 об.; Неѡдержимаѧ сило ч(с)тьнаго и животворѧщаго кр(с)та г(с)нѧ не ѡстави настави на(с). СбЯр XIII, 213; желаше же… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
неоутомленьныи — (1*) пр. Невоздержанный: ц҃рь же суетна(г) тако вотще хвалѧща(с) видѣвъ. на сладость абье и на весе(л)е прелагаше(с). надѣ˫асѧ неѹтомленному ˫азыку б҃оѹчн҃ью и м(д)ролюбь˫а исполнь побѣдити д҃шу котора˫а ре(ч) хитрость ѹвѣ(д)ти впрашаю… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
несъхраненъ — (3*) пр. 1.Неосторожный, беспечный: многажды она [жена] слабѣиши сѹщи помысломь и стр(с)ть острѣиши имѹщи. пострада что ѿ несхранена творень˫а бесѣдъ (ἀφυλοκτως) ΠΗЧ XIV, 36г. 2. Невоздержанный, неумеренный: ни бо рече ˫ако прелюбодѣи мѹчатьсѧ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εκνοσώ — ἐκνοσῶ ( έω) (AM) κυριεύομαι από αρρώστια, είμαι βαριά άρρωστος («οἶστρον ἀκόλαστον ἐκνοσήσας») … Dictionary of Greek
επανεγείρω — ἐπανεγείρω (AM) [εγείρω] ξεσηκώνω, εξερεθίζω («ἐπανεγείρει τό... ἀκόλαστον», Πλούτ.) μσν. αντιμιλώ («πρὸς ἐμέ λόγους ἐπανεγείρεις», Πουλολ.) … Dictionary of Greek
επικόπτω — ἐπικόπτω (Α) [κόπτω] 1. χτυπώ πάνω σε κάτι για να τό σκοτώσω, σκοτώνω με χτύπημα («πέλεκυν... ὀξὺν ἔχων ἐν χειρὶ παρίστατο, βοῡν ἐπικόψων», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω δέντρα, κόβω τις κορυφές 3. (για θάμνους) κόβω για να καθαρίσω το έδαφος 4. κόβω,… … Dictionary of Greek
κακοήθης — όηθες (Α κακοήθης, όηθες) 1. αυτός που έχει κακό χαρακτήρα, κακεντρεχής, μοχθηρός (α. «κακοήθης γείτονας» β. «ἀπὸ τοὐρανοῡ φαίνεσθε κακοήθεις πάνυ», Αριστοφ.) 2. ιατρ. (για νόσους ή όγκους) δυσίατος ή ανίατος, με θανατηφόρα έκβαση («κακοήθης… … Dictionary of Greek
νοσώδης — ες (ΑΜ νοσώδης, ῶδες) [νόσος] 1. αυτός που προσβάλλεται από αρρώστιες συχνά, φιλάσθενος 2. αυτός που είναι βλαβερός για την υγεία, αυτός που επιφέρει ασθένειες, νοσηρός (α. «νοσώδες κλίμα» β. «ἔνιαι ῥίζαι γλυκεῑαι μέν, θανάσιμοι δὲ καὶ νοσώδεις» … Dictionary of Greek
στεγανός — ή, ό / στεγανός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που κλείνει ερμητικά, αδιαπέραστος από υγρό, υδατοστεγής ή αεροστεγής (α. «στεγανός τοίχος» β. «ἔχει δὲ καὶ τὴν τρίχα στεγανήν», Ξεν. γ. «στεγανὰ πλοῑα», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα στεγανά 1.… … Dictionary of Greek